δέση — η 1. το δέσιμο. 2. φράγμα νερού απ όπου αυτό οδηγείται με αυλάκι στο νερόμυλο ή για να αρδεύσει χωράφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέσῃ — δέσηι , δέσις binding together fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέμα — το (AM δέμα) 1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί 2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία») μσν. νεοελλ. 1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει… … Dictionary of Greek
δέσις — η βλ. δέση … Dictionary of Greek
δεσιά — η η δέση … Dictionary of Greek
δετικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δέση ή στον δέτη 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δετικά το ποσό τών χρημάτων που πληρώνεται σε τεχνίτη για βιβλιοδετική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek