δέση

δέση
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων.
* * *
η (AM δέσις) [δω]
1. το δέσιμο, η σύνδεση
2. δέσμευση
3. συναρμογή, συγκόλληση πολύτιμου λίθου σε κόσμημα
4. πλοκή, σύνδεση δραματικού έργου
μσν.- νεοελλ.
1. το σημείο όπου το νερό τού ποταμού διοχετεύεται στο μυλαύλακο
2. ενότητα, σύνδεσμος
νεοελλ.
φράγμα ποταμού
αρχ.
1. βαλάντιο
2. (για φυτά) αρμός, άρθρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δέση — η 1. το δέσιμο. 2. φράγμα νερού απ όπου αυτό οδηγείται με αυλάκι στο νερόμυλο ή για να αρδεύσει χωράφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέσῃ — δέσηι , δέσις binding together fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέμα — το (AM δέμα) 1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί 2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία») μσν. νεοελλ. 1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει… …   Dictionary of Greek

  • δέσις — η βλ. δέση …   Dictionary of Greek

  • δεσιά — η η δέση …   Dictionary of Greek

  • δετικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δέση ή στον δέτη 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δετικά το ποσό τών χρημάτων που πληρώνεται σε τεχνίτη για βιβλιοδετική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] …   Dictionary of Greek

  • επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”